- δευτεροβάθμιος
- -α, -ο1. αυτός που έρχεται δεύτερος σε βαθμό, δεύτερη σειρά: Υπηρετεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.2. (νομ.), ο αναθεωρητικός, ο ανώτερος από τον πρωτοβάθμιο: Θα αποταθώ σε δευτεροβάθμια επιτροπή, για να βρω το δίκιο μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.